- πρόσρημα
- πρόσρημαaddressneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσρημα — ήματος, τὸ, Α [προσλέγω] 1. καθετί που απευθύνεται σε κάποιον ως προσφώνηση, ως προσαγόρευση, ως χαιρετισμός («οὐκ ὀρθοῡ ὄντας τοῡ προσρήματος, τοῡ χαίρειν», Πλατ.) 2. ονομασία, επίκληση … Dictionary of Greek
προσρημάτων — πρόσρημα address neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσρήμασι — πρόσρημα address neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσρήμασιν — πρόσρημα address neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσρήματα — πρόσρημα address neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσρήματι — πρόσρημα address neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσρήματος — πρόσρημα address neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)